κύρου

κύρου
κύ̱ρου , κυρέω
hit
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
κύ̱ρου , κυρέω
hit
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
κύ̱ρου , κυρόω
confirm
pres imperat act 2nd sg
κύ̱ρου , κυρόω
confirm
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα …   Dictionary of Greek

  • κυροῦ — κυρέω hit pres imperat mp 2nd sg (attic) κῡροῦ , κυρόω confirm pres imperat mp 2nd sg κῡροῦ , κυρόω confirm imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρου — Κύ̱ρου , Κῦρος the elder Cyrus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρου, Αλέξης — (Αθήνα 1901 – 1966). Διπλωμάτης. Χρημάτισε υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη (1928 29) και πρόξενος στη Λευκωσία (1930 31). Ανακλήθηκε στην Αθήνα έπειτα από αίτηση των βρετανικών αρχών κατοχής της Κύπρου. Διετέλεσε ακόμα γραμματέας της πρεσβείας… …   Dictionary of Greek

  • Κύρου, Παύλος — (; – 1906). Ήρωας του Μακεδονικού αγώνα. Υπηρέτησε στα σώματα του Κώτα και του καπετάν Βάρδα. Σκοτώθηκε διοικώντας δικό του σώμα …   Dictionary of Greek

  • Κύρου-Κλείτος, Δημήτριος — (Θεσσαλονίκη 1921 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη σχολή νομικών και οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος (1951 83). Διετέλεσε επίσης γενικός γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρητος Κύρου — (Αντιόχεια, Συρία 393; – Κύρος, Συρία 466;). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Έγινε επίσκοπος Κύρου Συρίας (423) παρά τη θέλησή του και διακρίθηκε για τους αγώνες του κατά της διδασκαλίας του Απολλινάριου. Ήταν φίλος του Νεστόριου, του οποίου την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”